-
1 προ-τυγχάνω
προ-τυγχάνω (s. τυγχάνω), vorher od. voraus sein, sich ereignen; προτυχὸν ξένιον, Pind. P. 4, 35, das erste, das beste; Ap. Rh. 4, 85 u. a. Sp.
-
2 προτυγχάνω
προ-τυγχάνω, vorher od. voraus sein, sich ereignen; προτυχὸν ξένιον, das erste, das beste
См. также в других словарях:
μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… … Dictionary of Greek
προτυγχάνω — Α [τυγχάνω] 1. συμβαίνω, γίνομαι εκ τών προτέρων («δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῡναι», Πίνδ.) 2. επιτυγχάνω πρώτος ή πρωτύτερα («ἐς τὰς φυλὰς ὅμοια τοῑς προτυχοῡσιν, ἕκαστοι κατελέγοντο», Αππ.) … Dictionary of Greek